κατάκαρπος

κατάκαρπος
κατάκαρπος, ον (s. καρπός; Aristodem. [II B.C.]: 383 Fgm. 9 Jac. [in Athen. 11 p. 495f; Leontios, Prooem. p. 2, 16 and 21 of vine and olive tree; LXX; TestSol 17:2 P) very fruitful δένδρα Hs 9, 1, 10.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατάκαρπος — κατάκαρπος, ον (AM) γεμάτος καρπούς. επίρρ... κατακάρπως άφθονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + καρπος (< καρπός), πρβλ. έγ καρπος, επί καρπος] …   Dictionary of Greek

  • κατάκαρπος — fruitful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακάρπως — κατάκαρπος fruitful adverbial κατάκαρπος fruitful masc/fem acc pl (doric) κατακαρπόω offer burnt sacrifices imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάκαρπον — κατάκαρπος fruitful masc/fem acc sg κατάκαρπος fruitful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακάρπου — κατάκαρπος fruitful masc/fem/neut gen sg κατακαρπόω offer burnt sacrifices pres imperat act 2nd sg κατακαρπόω offer burnt sacrifices imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακάρπῳ — κατάκαρπος fruitful masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάκαρπα — κατάκαρπος fruitful neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάκαρποι — κατάκαρπος fruitful masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • κατακαρπώ — κατακαρπῶ, όω (Α) [κατάκαρπος] προσφέρω με φωτιά καρπούς ως θυσία …   Dictionary of Greek

  • ՊՏՂԱԼԻՑ — ( ) NBH 2 0663 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 9c, 10c ա. κατάκαρπος, ἕγκαρπος fructiferus, frugiferus. Լի պտղովք. ... *Ծառ պտղալից: Ձիթենի պտղալից: Պտղալից շիեսցի երուսաղէմ. եւ այլն: *Սէր սուրբ ձիթենի պտղալից է ʼի սրտի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”